Θα ασκήσω VETO………

Ο όρος VETO, σημαίνει παρεμποδίζω και πρόκειται για έναν αρχαίο όρο λατινικής προέλευσης. Η λέξη αυτή ως όρος μας φέρνει πίσω στα πρώτα χρόνια εφαρμογής της συγκεκριμένης πρακτικής, στην Αρχαία Ρώμη όταν ένας από τους 10 δημάρχους των πληβείων ασκούσε δικαίωμα veto ανακαλώντας αποφάσεις άλλων Αρχών, αλλά και όταν καθένας από τους δύο υπάτους της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας μπορούσε να ακυρώσει τις αποφάσεις του άλλου. Βέβαια στην αρχαία Ρώμη δεν μπορούσε να ασκηθεί κατά πράξεων των Δικτατόρων και σ΄ ένα βαθμό κατά των πράξεων των τιμητών καθώς και για οποιεσδήποτε περιπτώσεις που προέβλεπε σχετικά ειδική επ΄ αυτού νομοθεσία. Μάλιστα στη αρχή της εφαρμογής του αυτό ασκούταν μόνο εντός της Ρώμης και μέχρι ενός μιλίου γύρω από αυτήν. Αργότερα όμως το ρωμαϊκό βέτο έλαβε χαρακτήρα δικαιώματος μηδενισμού είτε πράξης, είτε απόφασης δημόσιου χαρακτήρα έχοντας ως προϋπόθεση το συμφέρον του κράτους ή του λαού .
Γενικά η αρνησικυρία , όπως αποδίδεται στα ελληνικά ο όρος, ονομάζεται ένα ακραίο μέσο για την άρνηση μιας κρατικής αρχής να επικυρώσει νόμο ή απόφαση κάποιας άλλης, έστω κι αν η δεύτερη είναι η καθ’ ύλην αρμόδια, προκαλώντας επαναδιαπραγμάτευση ή σπανιότερα ακυρώσεις αποφάσεων. Ο όρος χρησιμοποιείται επίσης στους περισσότερους διεθνείς οργανισμούς και αναφέρεται στην άρνηση ενός εταίρου να συνυπογράψει απόφαση των συλλογικών οργάνων, με την έννοια άσκησης φραγμού, οδηγώντας έτσι στην ακύρωσή της. Η μονομερής αυτή πράξη εκ μέρους ενός εταίρου χρησιμοποιείται όταν κάποιος θεωρεί ότι μια ενδεχόμενη απόφαση απειλεί τα κυριαρχικά δικαιώματα – συμφέροντα του. Η άσκηση VETO στο εσωτερικό δίκαιο δεν χρησιμοποιείται συχνά και δεν είναι κάτι συνηθισμένο καθώς υπάρχει αυξημένη πιθανότητα να οδηγήσει σε κρίση. Συνεπώς πρόκειται για νομική δυνατότητα άσκησης εξουσίας (veto power) που παρέχεται από το νόμο σε πρόσωπα ή δημόσια όργανα, (οργανισμούς) προς παρεμπόδιση ή αποτροπή ενέργειας.
Σήμερα συνηθίζεται κυρίως σε διεθνείς οργανισμούς, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ: όπου σύμφωνα με το καταστατικό εάν κάποιο από τα πέντε μόνιμα μέλη του ασκήσει βέτο, αυτό οδηγεί αυτομάτως σε ακύρωση της απόφασης, ακόμα και εάν αυτή έχει ληφθεί από όλους τους υπολοίπους. Κάτι παρόμοιο ισχύει και για τα κράτη μέλη της Ε.Ε. ή άλλους διεθνείς Οργανισμούς όπου η λήψη αποφάσεων προβλέπει παμψηφία, αντί πλειοψηφία, ή όπως καθιερώθηκε να λέγεται “Αρχή ομοφωνίας”, ή “Κανόνας ομοφωνίας”.
Τέλος εντός των κρατών οδηγεί σε αναστολή εφαρμογής και παραπομπή του νόμου/απόφασης στο αρμόδιο όργανο, ώστε να ξανασυζητηθεί. Τέτοιας μορφής είναι για παράδειγμα το δικαίωμα αρνησικυρίας του αρχηγού κράτους στις περισσότερες δημοκρατίες, Βασιλέως ή Προέδρου, σύμφωνα με τα οικεία ισχύοντα συντάγματα, που βεβαίως οι συνέπειές του δεν είναι και εξ ανάγκης ομοιόμορφες, π.χ. στην Ελλάδα, εάν ο πρόεδρος της Δημοκρατίας αρνηθεί να επικυρώσει κάποιο νόμο, τότε αυτός επανεισάγεται στη Βουλή για επανεξέταση, πιθανή αλλαγή και ψήφιση. Σε άλλες χώρες, όπως στις ΗΠΑ, ο νόμος ακυρώνεται εάν δεν ξαναψηφιστεί με αυξημένη πλειοψηφία. Τέλος, υπάρχουν περιπτώσεις που η προεδρική αρνησικυρία οδηγεί όχι σε νέα συζήτηση στη Βουλή αλλά σε δημοψήφισμα, όπως στην Ισλανδία.

ΣΟΦΙΑ ΣΕΡΜΠΑΝ , Β ΤΆΞΗ